φοβικός

φοβικός
-ή, -ό, Ν
βλ. φοβιακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοβιακός — και φοβικός, ή, ό, Ν 1. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοβία 2. φρ. «φοβιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) νεύρωση που συνδυάζει έναν αριθμό διαφόρων φοβιακών συμπτωμάτων τα οποία αναπτύσσονται πάνω σε χαρακτηριστικό έδαφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”